γλάζεις

γλάζεις
γλάζω
sing aloud
pres ind act 2nd sg
κλάζω
make a sharp piercing sound
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλάζω — (Α) κλάζω, τραγουδώ με δυνατή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Πίνδαρο «το σον αυτού μέλος γλάζεις». Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό μεταπλασμό τού ρ. κλάζω*. Εάν όμως στο χωρίο τού Πινδάρου αντί τής λ. μέλος τεθεί η λ. μέλι, τότε το ρ. γλάζω θα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”